Ο επιπεφυκότας είναι η λεπτή ημιδιαφανής μεμβράνη, που καλύπτει τον σκληρό χιτώνα στην πρόσθια επιφάνεια του ματιού καθώς και την έσω επιφάνεια των βλεφάρων. Για λόγους ευκολίας, αναφέρουμε στους ασθενείς τον επιπεφυκότα ως το «άσπρο του ματιού», αλλά στην πραγματικότητα ο σκληρός χιτώνας είναι λευκός και διακρίνεται πίσω από τον επιπεφυκότα.
Όταν ο επιπεφυκότας ερεθιστεί από κάποια αιτία, τα αγγεία του διαστέλλονται και η αιματική τους ροή αυξάνεται, δίνοντας στο μάτι αυτή την κόκκινη όψη.
Δακρύρροια και βλεννώδεις εκκρίσεις
Ο ερεθισμός του επιπεφυκότα οδηγεί κατά κανόνα σε αύξηση της παραγωγής δακρύων και έτσι η δακρύρροια είναι ένα συχνό σύμπτωμα της επιπεφυκίτιδας. Στην πραγματικότητα, αυτή η αύξηση των δακρύων είναι κάτι απόλυτα θεμιτό, καθώς, βοηθά στο ξέπλυμα του ματιού από κάποιον πιθανό ερεθιστικό παράγοντα.
Ο ερεθισμός διεγείρει επίσης και την παραγωγή βλέννας. Αν το αίτιο της επιπεφυκίτιδας είναι μικροβιακό, οι εκκρίσεις γίνονται βλεννοπυώδεις και περιέχουν πύον, δηλαδή τα νεκρά λευκά αιμοσφαίρια και τα συντρίμμια των μικροβίων, αποτέλεσμα της μάχης του οργανισμού ενάντια στη λοίμωξη.
Ιογενής επιπεφυκίτιδα:
Συνήθως συνοδεύεται από λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού (ίωση, πονόλαιμος) και το χαρακτηριστικό γνώρισμά της είναι η έντονη δακρύρροια και ο κνησμός. Συνήθως, αρχίζει από το ένα μάτι αλλά επειδή είναι πολύ μεταδοτική μπορεί εύκολα να εξαπλωθεί και στο άλλο.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση της ιογενούς επιπεφυκίτιδας είναι κυρίως ανακουφιστική και περιλαμβάνει άφθονη χορήγηση τεχνητών δακρύων και κρύες κομπρέσες. Όπως και μια ιογενής λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού, έτσι και η ιογενής επιπεφυκίτιδα θα ιαθεί, αφού συμπληρώσει τον κύκλο της.
Αλλεργική επιπεφυκίτιδα:
Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματά της είναι κνησμός στα μάτια, πρησμένα βλέφαρα και συνάχι ή κνησμός στη μύτη. Είναι πιο συνηθισμένη σε άτομα που έχουν και άλλες αλλεργίες, όπως αλλεργική ρινίτιδα ή άσθμα.
Ο ακρογωνιαίος λίθος της θεραπείας κάθε είδους αλλεργικής επιπεφυκίτιδας είναι η απομάκρυνση του αλλεργιογόνου παράγοντα. Υπάρχουν όμως και διάφορα φάρμακα, που μπορούν να μειώσουν τα αλλεργικά επεισόδια και να αμβλύνουν τα συμπτώματα της αλλεργίας.
Αντιισταμινικά, όπως η λεβοκαβαστίνη και η ολοπαταδίνη, έχουν παρατεταμένη αντιισταμινική δράση και χορηγούνται σε αλλεργικές επιπεφυκίτιδες πάσης αιτιολογίας.
Η χρήση τοπικών στεροειδών για την καταστολή της φλεγμονής πρέπει όσο το δυνατό να αποφεύγεται και να προτιμώνται κολλύρια που περιέχουν μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη.
Βακτηριακή επιπεφυκίτιδα:
Στα πιθανά συμπτώματα συμπεριλαμβάνεται παχύ, συχνά κιτρινοπράσινο έκκριμα από τα μάτια που διαρκεί όλη μέρα. Συνήθως δεν συνοδεύεται από συμπτώματα ίωσης του ανώτερου αναπνευστικού. Τυπικά αρχίζει από το ένα μάτι, αλλά μέσα σε 2-5 ημέρες έχει εξαπλωθεί και στο άλλο.
Η θεραπεία περιλαμβάνει αντιβιοτικά κολλύρια και άφθονα τεχνητά δάκρυα, ενώ κρύες κομπρέσες μπορεί να βοηθήσουν στην ανακούφιση των συμπτωμάτων, αν συνυπάρχει βλεφαρίτιδα. Τα κυριότερα αντιβιοτικά που χρησιμοποιούνται είναι η τομπραμυκίνη, η χλωραμφενικόλη, η γενταμυκίνη και η σουλφακεταμίδη, καθώς και οι νεώτερες κινολόνες.
Οι μικροβιακές επιπεφυκίτιδες μπορεί να είναι το ίδιο μολυσματικές με τις ιογενείς. Συχνότατο πλύσιμο των χεριών, αποφυγή κοινών πετσετών προσώπου, μαξιλαριών, σεντονιών και τήρηση των στοιχειωδών κανόνων υγιεινής μπορούν να αποτρέψουν τη μετάδοση της λοίμωξης από το παιδί στους οικείους του.
Τι πρέπει να ξέρετε
Τα αντιβιοτικά δεν μπορούν να καταπολεμήσουν ούτε τους ιούς, ούτε τις αλλεργίες (π.χ. από γύρη, ακάρεα οικιακής σκόνης, φακούς επαφής, καλλυντικά, τρίχωμα ζώων κτλ) κι έτσι τα αντιβιοτικά κολλύρια, που λαμβάνονται λανθασμένα σε περίπτωση ιογενούς ή αλλεργικής επιπεφυκίτιδας, δεν παρέχουν κανένα όφελος στους ασθενείς. Το χειρότερο, όμως, είναι πως η κατάχρηση των αντιβιοτικών κολλυρίων για τα μάτια μπορεί να δημιουργήσει πρόσθετα προβλήματα (π.χ. κνησμό, τσούξιμο, αίσθημα καύσου, πρήξιμο), καθώς και να εντείνει το κοκκίνισμα των ματιών και την παραγωγή εκκριμάτων από αυτά.
Σε ποιες περιπτώσεις ενδείκνυται η χρήση αντιβιοτικών κολλυρίων;
Συνήθως όταν ο ασθενής έχει σοβαρά συμπτώματα, το ανοσοποιητικό σύστημά του είναι εξασθενημένο ή/και όταν η λοίμωξη δεν έχει υποχωρήσει καθόλου έπειτα από μία εβδομάδα χωρίς θεραπεία.